- μισοούρανα
- επίρρ. μεσούρανα, πολύ ψηλά, στη μέση τού ουρανού, μεταξύ γης και ουρανού.[ΕΤΥΜΟΛ. Από *μισοούρανος + επιρρμ. κατάλ. -α].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… … Dictionary of Greek